Από τον Κωστή Παπαγιώργη
Η σκυλοφιλία είναι απόλυτη και σώψυχη ταύτιση. Όποιος πενθεί για το σκύλο του, πενθεί για την προαπώλεια του εαυτού του. Xάνει ένα μύχιο στοιχείο του εαυτού του το οποίο ασυνειδήτως είχε επενδυθεί στη σκυλίσια παρουσία.
Όταν εξημερώθηκε το σκυλί και έγινε κατοικίδιο “έπεσαν” τα αυτιά του, έγραφε ο Δαρβίνος. Σοφή παρατήρηση, ειδικά για όσους έζησαν στις επαρχίες, κοντά σε ζωντανά και σε κοπάδια. Το κυνηγιάρικο σκυλί, ο μολοσσός που φυλάει τα πρόβατα είναι ζωντανό ραντάρ, πρωτόγονος και ως εκ τούτου ατόφιος. Ο βοσκός δεν βάζει το σκυλί στο σπίτι, το σέβεται αλλά δεν το βλέπει ποτέ σαν μέρος του οίκου. Στην πόλη όμως ο σκύλος απώλεσε την επαφή με τη φύση και τον πρωτόγονο εαυτό του, στερήθηκε τους άγριους σκυλοκαβγάδες, το κυνήγι του λαγού και του τσάκαλου, ήρθε πιο κοντά στον άνθρωπο και απομακρύνθηκε από το παρελθόν του πού υπέκρυπτε πάντα κάτι το λυκίσιο και το αδάμαστο.
Ένας φίλος γιατρός, έμπειρος στα τετράποδα, έχει δική του πατέντα: “η γάτα είναι ένα κομμάτι κρέας, άφιλη, εγωπαθής, αντίθετα ο σκύλος είναι άνθρωπος με τρίχωμα και με τέσσερα πόδια! Κοντά στο σκύλο γίνεσαι περισσότερο άνθρωπος!” Η σκυλοσυντροφιά ανακαλύπτει διαφορετικά όχι μόνο το σκύλο αλλά και την ίδια τη ζωή. Αξίζει λοιπόν να προσέξουμε αυτήν τη διαχεόμενη ζωοφιλία που δεν είναι βίτσιο, χούι, παραξενιά παρά συναισθηματική εκλέπτυνση χωρίς εμφανές όριο. Ο “κάτοχος” του σκύλου πριν απ’ όλα κατέχει ένα προνόμιο το τετράποδο, αγορασμένο σε μικρή ηλικία, αναγνωρίζει από νωρίς τον αφέντη του και αφοσιώνεται. Μπορεί να παίζει με όλους, αλλά μόνο ο “ένας” ταράζει τα σωθικά του. Τον αναγνωρίζει, τον διαισθάνεται από απόσταση, ενίοτε τείνει να σπάσει την αλυσίδα του για να τον προϋπαντήσει.
Χωρίς υπερβολή, δεν υπάρχει κάτοχος σκύλου που να μην πιστεύει σθεναρά ότι μέσα στο τεράποδό του κρύβεται υπέροχα παγιδευμένο κάτι το βαθύτατα ανθρώπινο. Το ίδιο βέβαια μπορούμε να πούμε για τους κατόχους αλόγων, δελφινιών, περιστεριών ή αετών. Ωστόσο το μέγεθος και το φυσικό στοιχείο αποτελούν φραγή. Τα πετούμενα ανήκουν στον αιθέρα, το άλογο ανήκει στο μέγεθός του, ενώ ο σκύλος -μόνο αυτός- δίνει την εντύπωση ότι κάποια σπάνια συμπάθεια είναι διαλυμένη στο αίμα του. Αυτό το οξύμωρο, με τα χρόνια, αποβαίνει μυστικός δεσμός, συνεννόηση χωρίς λόγια, νοηματική γλώσσα της συμπάθειας. Αν το ζώο ήταν άνθρωπος με μουσούδα, τρίχωμα, μεγάλα αυτιά δεν θα άξιζε την αγάπη μας. Αντίθετα, καθίσταται λατρεμένο μέχρι περιπαθούς αφοσιώσεως επειδή μέσα στη σκληρή του συνθήκη, αυτή την αμετάκλητα φιμωμένη φύση, κατορθώνει να το σκάει στιγμιαία για να παραδοθεί στη θέρμη της ανθρώπινης φιλίας.
Δεδομένου ότι ένα σκυλί είναι “ανθρώπινο” μόνο για λίγους, και ακριβέστερα μόνο για έναν, εύκολα γεννιέται η αυταπάτη ότι το ζωντανό μεταρσιώνει τη φύση του μόνο για χατίρι του. Ο κάτοχος ψυχανεμίζεται μέσα στα κυνικά σωθικά την υπέρβαση της σκυλίσιας φύσης, οπότε η ανθρώπινη συμπάθεια αναγνωρίζει αβίαστα πάνω της ένα καθρέφτισμα του εγώ της. Η οικειότητα είναι απόλυτη, η αναγνώριση βαθύτατη, ο σκύλος είναι στο τσακ να μιλήσει και “μιλάει” βέβαια, έστω και αν οι περισσότεροι παρόντες διαθέτουν ώτα μη ακουόντων. Συχνά, κάποιος αδιάφορος θεατής της θερμής ανθρωπο-σκυλοφιλίας, υποψιθυρίζει :”Μα τι έχει πάθει με αυτό το ψωριάρικο;”
Αφοσιωμένος στις γάτες και όχι στα σκυλιά, ο Μαλρώ ηταν κατηγορηματικός: Αργά ή γρήγορα, όλοι οι μεγάλοι εγωιστές γίνονται φιλόζωοι. Ωστόσο, η φιλία με το τετράποδο δεν γίνεται αποδεκτή ποτέ ως φιλόζωη ιδιότητα. Άνθρωποι που ζουν χρόνια με το σκύλο τους, που έχουν προσαρμόσει τις ανάγκες και τις μετακινήσεις τους με το τετράποδο, ποτέ δεν σκέφτονται ότι αγαπούν ένα “ζώο”. Ο δεσμός με το σκύλο έχει να κάνει με το αξεδιάλυτο κράμα ενός ψυχισμού εντοιχισμένου μεν στη ζωικότητα πού, παρ’ ότι τετραποδίζει, σκυλοφέρνει ή γαυγίζει, φέρει στο βλέμμα του μισοσβησμένα πνευματικά ίχνη. Από τη μια μεριά το ζώο είναι ανθρώπινο πείραμα που έμεινε στη μέση, ενώ από την άλλη είναι ζωικό πείραμα που έδωσε αποτελέσματα ανώτερα του αναμενομένου.
Έτσι αρχίζουν τα θαύματα αφοσίωσης και συνεννόησης ανάμεσα στο τετράποδο και στο δίποδο. Η προσαρμογή είναι τέλεια και βαθύτατα ψυχική. Η υπακοή αγγίζει τα όρια του πάθους. Πιο συγκεκριμένα, δεν μας συγκινεί τόσο η κυρία με το σκυλάκι, η γραία που αγαπά το σκύλο της γιατί δεν της απέμεινε τίποτε άλλο να αγαπά, αλλά η εμμονή νέων ανθρώπων που σε κάθε περίπτωση μετακίνησης, έκτακτων αναγκών, ατυχιών, το πρώτο πού σκέπτονται είναι το τετράποδο. Η σκυλίσια αγάπη δεν είναι μόνο αμοιβαία, κυρίως δεν επιδέχεται “απάτη”, μετάπτωση, λήθη – όσο το τετράποδο ζει και κινείται, παραμένει πάγια “αξία”.
Γι’ αυτό όταν έρχεται η ώρα του κυνικού θανάτου, μιας και τα σκυλιά κατά κανόνα ζουν πολύ λιγότερο από τον κάτοχό τους, το πένθος είναι σκληρό, δεν παίρνει παρηγόρια. Ο στενός κύκλος του πενθούντος αναρωτιέται: “Μα τι έχασε; Τη γυναίκα του; Το παιδί του; Τη μάνα του; Ασφαλώς δεν έγινε χήρος, δεν έμεινε ορφανός, του συνέβη όμως κάτι χειρότερο. Έχασε ένα μύχιο στοιχείο του εαυτού του, το οποίο ασυνειδήτως είχε επενδυθεί στη σκυλίσια παρουσία. Αυτή η μυχιότητα δεν ευδοκιμεί με τους ανθρώπους που είναι ανεξάρτητες οντότητες, θέτουν όρια και εγωιστικά σύνορα. Η σκυλοφιλία είναι απόλυτη και σώψυχη ταύτιση, προσωπική ανακάλυψη που ομορφαίνει μέχρι κάλλους τη σιωπηλή αφοσίωση.
Όποιος πενθεί για το νεκρό σκύλο του, πενθεί για την προ-απώλεια του εαυτού του.
Πηγή: www.lifo.gr
Δημοσίευση άρθρου